- νεόπριστος
- νεό-πριστος, ον, ([etym.] πρίω)A fresh-sawn,
ἐλέφας Od.8.404
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐλέφας Od.8.404
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεόπριστος — νεόπριστος, ον (Α) (επικ. τ.) αυτός που πριονίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πριστος (< πρίω «πριονίζω»), πρβλ. εύ πριστος] … Dictionary of Greek
νεοπρίστου — νεόπριστος fresh sawn masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοπρίστων — νεόπριστος fresh sawn masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek